-
1 ληΐζομαι
ληΐζομαι, [dialect] Ep.and [dialect] Ion., Hes.Op. 702, Hdt.4.112; [full] λῄζομαι, X.HG 5.1.1, AP9.410 (Tull. Sab.), etc.: also [full] λεΐζομαι, ib.6.169; [dialect] Att. [tense] impf.Aἐλῃζόμην Th.1.24
, etc.: [dialect] Ep. [tense] fut.ληΐσσομαι Od.23.357
: [tense] aor.ἐληϊσάμην Hdt.3.47
, And.1.101; [dialect] Ep.ληΐσσατο Il.18.28
; [dialect] Att. : [tense] pf. in pass. sense λέλῃσμαι, v. infr. 11:—seize, carry off as booty, either men or things, δμῳαὶ ἃς Ἀχιλεὺς ληΐσσατο Il.l.c., cf. Od.1.398, 23.357, Hdt.3.47, 4.110, al.: ἐκ δόμων δάμαρτα.. ἐλῄσατο E.l.c.;ἐκ τῆς Ἀττικῆς X.HG5.1.1
, etc.: generally, win, acquire,ὄλβον ἀπὸ γλώσσης ληΐσσεται Hes.Op. 322
; οὐ γάρ τι γυναικὸς ἀνὴρ ληΐζετ' ἄμεινον τῆς ἀγαθῆς ib. 702, cf. Semon.6.2 plunder, despoil, esp. by raids or forays,ἀλλήλους Th.1.5
, cf. 3.85, 5.115, And.1.101, etc.;τὴν Κολχίδα X.An.4.8.23
;τὴν θάλατταν D.S.11.88
, Jul.Or.7.210a: metaph.,λ. τὴν τῶν ζῴων φύσιν Pl.Epin. 976a
.II [voice] Act. ληΐζω occurs in several Mss. of Th.3.85, and all Mss. of Id.4.41:—so in [voice] Pass., to be carried off,ἐκ γῆς βαρβάρου λελῃσμένη E.Med. 256
;γυναικὸς.. οὐ βίᾳ λελῃσμένης Id.Tr. 373
;ληϊσθεῖσα A.R. 4.400
; οὔ τί που λελῄσμεθ' ἐξ ἄντρων λέχος; I have not surely had my wife carried off.., E.Hel. 475; ληϊζόμενος robbed, Luc.Gall.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ληΐζομαι
См. также в других словарях:
ληίζομαι — ληΐζομαι (AM, Α σπαν. και ενεργ. ληΐζω, επικ. και ιων. τ. λεΐζομαι, αττ. τ. λήζομαι) (ενεργ. και συν. μέσ.) λαφυραγωγώ, λεηλατώ, ληστεύω, διαρπάζω, ερημώνω με επιδρομή (α. «τὴν πολεμίαν ληΐσοντας», Θεοφύλ. Σ. β. «ἐλῄζοντο δὲ καὶ κατ ἤπειρον… … Dictionary of Greek